Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φύγε λαιψηρὸν δρόμον

  • 1 δρόμος

    δρόμος (-ου, -ῳ, -ον; -οιςι).)
    a race δέμας ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος, Hieron's racehorse) O. 1.21

    τὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε τᾶν Ὀλυμπιάδων ἐν δρόμοις Πέλοπος, ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται ἀκμαί τ' ἰσχύος θρασύπονοι O. 1.94

    χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον sc. Erginos O. 4.22 πενταέθλῳ ἅμα σταδίου νικῶν δρόμον sc. Xenophon O. 13.30

    Ἀλεξίδαμος ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον P. 9.121

    ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23

    b racecourse

    δωδεκάγναμπτον περὶ τέρμᾰ δρόμου ἵππων O. 3.33

    Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ P. 1.32

    χαλκὸν ὅν τε Κλείτωρ καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δ' ρόμῳ N. 10.48

    ἐν γναμπτοῖς δρόμοις I. 1.57

    c turn of the race, round

    περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν O. 6.75

    ποδαρκέων δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (Thiersch: δυωδεκαδρομον, -δρόμων codd.: v. ποδαρκέω) P. 5.33
    d course met. — αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι (τὴν τῶν πληγῶν ὁρμήν τε καὶ σπουδὴν πληγῶν δρόμον φησίν, ἵνα λέγῃ τὸ παγκράτιον. Σ) I. 5.60 ὀρθῷ δρόμῳ fr 1a. 5.

    Lexicon to Pindar > δρόμος

  • 2 φεύγω

    φεύγω, Il.21.472, etc.: [dialect] Ep. inf. φευγέμεν, φευγέμεναι, 10.147, 21.13; [tense] impf.
    A

    ἔφευγον 22.158

    , etc., Poet.

    φεῦγον 9.478

    , Tyrt.5.8, Pi.N. 9.13: iter.

    φεύγεσκον Il.17.461

    , Hdt.4.43: [tense] fut.

    φεύξομαι Il.18.307

    , etc.; also φευξοῦμαι in E. and Com., E.Med. 341, 346, Hel. 500, 1041, Ba. 659, Ar.Ach. 203 (cod. R), 1129, Pl. 447, Av. 932 ([etym.] ἀπο-), Men. 283 (but dub. where found in [dialect] Att. Prose, Pl.Lg. 635c, al., D.38.19; φευξεῖται is dub. l. in IPE12.24.11 (Olbia, iv B. C.); [tense] fut. [voice] Act. ἐκ-φεύξω only late, v.l. in Aesop.349b, cf. Chambry ii p.479): [tense] aor. ἔφῠγον, [dialect] Ion.

    φύγεσκον Od.17.316

    : [tense] pf.

    πέφευγα Hdt.7.154

    codd. (v. infr.11.1a); opt.

    πεφεύγοι Il.21.609

    (

    ἐκ-πεφευγοίην S.OT 840

    ), part.

    πεφευγότες Od.1.12

    ; part. [tense] pf. [voice] Pass. πεφυγμένος in act. sense, Il.6.488, Od.1.18, etc. (in pass. sense, Epicur.Fr. 423); [dialect] Ep. πεφυζότες (cf. φύζα) Il.21.6, 528, 532, 22.1, later sg.

    πεφυζώς Nic.Th. 128

    ; [dialect] Aeol. πεφύγγων, v. φυγγάνω:—[voice] Med., μὴ φεύγησθε Anon.Hist. in PLit.Lond. 115: [tense] aor. 1 δια-φεύξασθαι Decr.Ath. in Hp.Ep.25.
    I abs., flee, take flight, opp. διώκω, Il.22.157, etc.;

    βῆ φεύγων ἐπὶ πόντον 2.665

    ;

    πῇ φεύγεις; 8.94

    ;

    πόσε φεύγετε; 16.422

    ;

    ποῖ φύγωμεν.. χθονός; A.Supp. 777

    (lyr.);

    ποῖ τις οὖν φύγῃ; S.Aj. 403

    (lyr.);

    ἐνθένδε ἐκεῖσε φ. Pl.Tht. 176b

    : with Preps.,

    φ. ἀπό τινος Od.12.120

    ;

    φεύξονται ἀφ' ἑαυτῶν εἰς φιλοσοφίαν Pl.Tht. 168a

    , etc.; ἐκ πολέμοιο, ἐκ θανάτοιο, Il.7.118, 20.350;

    ἐκ κακῶν πεφευγέναι S.Ant. 437

    , cf. Hdt.1.65;

    ὑπὲκ κακοῦ Il.15.700

    , cf. 17.461 (rarely c. gen. only, πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων (v. infr. 11) Od.1.18;

    τῆς νόσου πεφευγέναι S.Ph. 1044

    );

    φ. ἐς πατρίδα γαῖαν Il. 2.140

    , 159, al.; ἐπὶ Σάρδεων, ἐπὶ τὸν Ἑλικῶνα, X.Cyr.7.2.1, Ages. 2.11;

    πρὸς τὸ ὄρος Id.HG3.5.19

    ;

    ὑπὸ γᾶν A.Eu. 175

    (lyr.);

    ὑπὸ δελφῖνος ἰχθύες φ. Il.21.23

    , cf. 554 (cf. infr. 111.2): c. acc. cogn., φύγε λαιψηρὸν δρόμον ran the course full swiftly, Pi.P.9.121;

    τίνα φυγὴν φευξούμεθα; E.Hel. 1041

    ; φ. τὴν παρὰ θάλασσαν (sc. ὁδόν) flee by the shore route, Hdt.4.12; cf. infr. 111; for φυγῇ φεύγειν, v. infr. 11.1,

    φυγή 1.1

    .
    2 [tense] pres. and [tense] impf. tenses prop. express only the purpose or endeavour to get away: hence part. φεύγων is added to the compd. Verbs καταφεύγω, ἐκφεύγω, προφεύγω, to distinguish the attempt from the accomplishment, βέλτερον, ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἠὲ ἁλώῃ it is better that one should flee and escape than stay and be caught, Il.14.81;

    φεύγων ἐκφεύγει Hdt.5.95

    , cf. Ar.Ach. 177;

    φ. καταφυγεῖν Hdt.4.23

    .
    4 c. inf., shun or shrink from doing, Hdt.4.76, Antipho 1.13, Pl.Ap. 26a; with inf. omitted,

    φεύγουσι γάρ τοι χοἱ θρασεῖς

    shrink back,

    S.Ant. 580

    .
    II c. acc., flee, avoid, escape,

    Ἕκτορα Il.11.327

    , etc.;

    φ. τινὰ ἐκ μάχης Hdt.7.104

    ;

    φ. ἐς τὴν Ἀσίην τοὺς Σκύθας Id.4.12

    ;

    φ. θάνατον Il.1.60

    ;

    ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον, οἴκοι ἔσαν πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν Od.1.11

    ; ἔφυγον κακόν, εὗρον ἄμεινον, formula used by μύσται, D.18.259; with modal dat., φ. ὄνειδος λόγοις, ἀμαχανίαν ἔργῳ, Pi.O.6.90, P.9.92; avoid, shun,

    χρὴ.. φεύγειν τὰ παχύνοντα Gal.Vict.Att.12

    ;

    τὴν ἀργίαν καὶ τὴν ἀκινησίαν τοῦ σώματος Sor.1.93

    , cf. 46, al.; φόνον φ. flee the consequences of the murder, E.Med. 796;

    αἷμα συγγενὲς φ. χθονός Id.Supp. 148

    ;

    τὰν Διὸς μῆτιν φ. A.Pr. 906

    (lyr.);

    ὀσμὴν.., μὴ βάλῃ, πεφευγότες S.Ant. 412

    ;

    φεύγων φυγῇ τὸ γῆρας Pl.Smp. 195b

    ;

    ἐς πόντον.. φύγε πέτρας νηῦς Od. 10.131

    ; οὐδεμία [πόλις] πέφευγε (sed fort. leg. ἀπέφυγε) δουλοσύνην πρὸς Ἱπποκράτεος at the hands of.., Hdt.7.154: part. [tense] pf. [voice] Pass. also retains the acc. in Hom. in periphrastic phrases,

    μοῖραν δ' οὔ τινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι ἀνδρῶν Il.6.488

    ;

    πεφυγμένον ἔμμεν ὄλεθρον Od.9.455

    ;

    οὔ οἱ νῦν ἔτι γ' ἔστι πεφυγμένον ἄμμε γενέσθαι Il.22.219

    , cf. h.Ven. 34:—but in pass. sense, τὸ πάραυτα πεφυγμένον κακόν Epicur.l.c.
    b seek to avoid, shirk,

    στρατείαν D.21.162

    ;

    εἰ τοῦτο φεύξονται καὶ μὴ 'θελήσουσι ποιεῖν Id.20.138

    ; so in [tense] aor.,

    ἢν φύγῃ τις, ζημιοῦν Ar.Ach. 717

    .
    2 of things,

    ἡνίοχον φύγον ἡνία

    escaped, slipped from his hands,

    Il.23.465

    ;

    Νέστορα δ' ἐκ χειρῶν φύγον ἡνία 8.137

    , cf. 11.128; τὸ φεῦγον the part which slips, X.Eq. 10.9, cf. Hp.Off.9, Gal.18(2).735: c. dupl. acc.,

    ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων Il.4.350

    , Od.1.64, etc.
    b of wine, 'go off', turn sour, Gp.7.7.8.
    III flee one's country, Il. 9.478, Od.13.259; οἱ φεύγοντες the exiles, Th.1.24, X.Ages.7.6;

    πατρίδα φ. Od.15.228

    , X.Cyr.3.1.24;

    τὴν αὑτοῦ Th.5.26

    ;

    ἅπασαν τὴν Ἀθηναίων ξυμμαχίδα IG12.10.30

    ;

    φ. ἐξ Ἄργεος Od.15.224

    , cf. Th.8.85; ἐξ Ἀθηνέων, ἐκ τῆς πατρίδος, Hdt.6.103, X.An.1.3.3.
    2 φ. ὑπὸ Σκυθέων to be expelled, driven out by.. Hdt.4.125: but esp. to be exiled,

    φ. ὑπὸ τοῦ δήμου Id.5.30

    , X.HG1.1.27; φ. ἐξ Ἀρείου πάγου by their sentence, Din.1.44: also c. acc.,

    φ. Πεισιστρατίδας Hdt. 5.62

    .
    3 abs., go into exile, live in banishment, A.Ag. 1668 (troch.), Antipho 2.2.9, Pl.Mx. 242b;

    δύο ἔτη φευγέτω Id.Lg. 867c

    ; φ. ἀειφυγίαν to be banished for life, ib. 871d, al.;

    φεόγειν Ἀμφίπολιν ἀειφυγίην SIG194.3

    , cf. 24 (Amphipolis, iv B. C.); but also

    ἐν ἀειφυγίᾳ Pl.Lg. 877e

    ;

    φεύγων ἀπ' οἴκων ἃς ἐγὼ φεύγω φυγάς E.Andr. 976

    ; φεύγοντες being in exile, opp.

    φυγόντες

    having gone into exile,

    Lys.14.33

    ; with play on words, "μέχρι τίνος φεύξῃ, Ἀρκαδίων; καὶ ὅς, ἔς τ' ἂν τοὺς ἀφίκωμαι οἳ οὐκ ἴσασι Φίλιππον" Duris 3 J.
    IV as law-term (mostly in [tense] pres. and [tense] impf., but cf. Lys.12.4 (v. infr.)), to be accused or prosecuted at law: ὁ φεύγων the accused, defendant, Ar.V. 893, Pl.R. 405b, etc.; opp.

    διώκω, οὔτε φεύγων ἁλοὺς οὔτε διώκων ἡττηθείς D.23.66

    ; c. acc., φ. γραφάς, δίκην, Ar.Eq. 442 (lyr.), Nu. 167;

    ὑπό τινος δίκας φ. Pl.Ap. 19c

    , cf. D.49.1;

    οὐδενὶ πώποτε οὔτε ἡμεῖς οὔτε ἐκεῖνος δίκην οὔτε ἐδικασάμεθα οὔτε ἐφύγομεν Lys.

    l. c.;

    φ. ἀπολογίας Aeschin.3.201

    ; the crime being added in gen.,

    φόνου δίκην φ. Antipho 5.9

    ;

    γραφὰς φ. παρανόμων D.18.235

    ; more freq. c. gen. only, φ. φόνου to be charged with murder, Lys.10.31, Lycurg.133, etc.;

    φ. δειλίας Ar. Ach. 1129

    ;

    ξενίας Id.V. 718

    (anap.); with gen. of the penalty,

    ἐὰν.. φεύγῃ δεσμῶν OGI218.92

    (Ilium, iii B. C.); also

    περὶ θανάτου φ. Antipho 5.95

    ;

    φ. ἐπὶ μηνύσει τινός And.1.18

    ; ἀσεβείας φ. ὑπό τινος is accused of impiety by.., Pl.Ap. 35d; rarely of things, τὸ φεῦγον ψήφισμα the decree that is on its defence, the decree in question, D.23.58:—in Hdt.7.214 αἰτίην φ. has the older sense, flee from a charge, quit one's country on account of a charge.
    2 plead in defence, δεῖ τοί σε φεύγειν.. ὡς οὐκ ἔχουσι κῦρος [οἱ νόμοι] A.Supp. 390; ἔφευγε μὴ εἰδέναι pleaded ignorance, S.Ant. 263, (Cf. Lat.fugio, Goth. biugan 'bend', etc.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φεύγω

  • 3 ἐπεί

    ἐπεί conj.
    a temporal, c. aor. ind., after, when

    τοῦ ἐράσσατο Ποσειδάν, ἐπεί νιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθώ O. 1.26

    Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ, ἐπεὶ Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε, μάτηρ O. 2.79

    φθέγξατ' ἐπεὶ κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14

    βασιλεὺς δ, ἐπεὶ πετράεσσας ἐλαύνων ἵκετ' ἐκ Πυθῶνος, ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα O. 6.47

    τερπνᾶς δ' ἐπεὶ λάβεν καρπὸν Ἥβας, ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν O. 6.57

    δράκοντες, ἐπεὶ κτίσθη νέον, οἱ δύο μὲν κάπετον O. 8.37

    ἐκτίσσατο, ἐπεὶ Ποσειδάνιον πέφνε Κτέατον O. 10.26

    ἀλλ' ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν,

    σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου, τότ ἔειπεν P. 3.38

    τοί μ' ἐπεὶ πάμπρωτον εἶδον φέγγος, κρύβδα πέμπον” i. e. as soon as P. 4.111

    ἐπεὶ κατέβα ναυτᾶν ἄωτος, λέξατο P. 4.188

    ἐπεὶ δ' ἐμβόλου κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερθεν, ἐκάλει P. 4.191

    κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λεόντες περὶ δείματι φύγον, γλῶσσαν ἐπεί σφιν ἀπένεικεν ὑπερποντίαν P. 5.59

    μόλον, καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον P. 5.84

    τόν, Εὐρυσθῆος ἐπεὶ κεφαλὰν ἔπραθε φασγάνου ἀκμᾷ, κρύψαν P. 9.80

    ἔνθ' Ἀλεξίδαμος, ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον, παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν P. 9.121

    μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν, ἐπεὶ ἔλυσε δόμους ἁβρότατος P. 11.33

    ἀλλ' ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο, παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος P. 12.18

    ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς, ἑπεὶ μόλεν, ὡς κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα N. 1.35

    Πριάμου πόλιν Νεοπτόλεμος ἐπεὶ πράθεν N. 7.35

    ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν, ἐπεὶ ἐν χαλκέοις ὅπλοις Τηλεβόας ἔναρεν N. 10.14

    ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν, ἦλθον ἄγγελοι Pae. 6.98

    ἀνδροδάμαντα δ ἐπεὶ Φῆρες δάεν ῥιπὰν μελιαδέος οἴνου, ἐσσυμένως ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 1.
    b causal, =

    γάρ. Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι. ἐπεὶ στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο θεόδματον χρέος O. 3.6

    ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται, στεφάνους ἐν Ὀλυμπίᾳ ἐπεὶ δέξαντο O. 6.27

    ἀλλά νιν οὐκ εἴασεν. ἐπεὶ εἶπε O. 7.61

    ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ. ἐπεὶ νεφέλᾳ παρελέξατο P. 2.36

    πέμψεν κασιγνήταν ἐς Λακέρειαν, ἐπεὶ παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν ᾤκει παρθένος P. 3.34

    ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων, ἃν περὶ ψυχὰν ἐπεὶ γάθησεν P. 4.122

    τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον. ἐπεὶ θαητὸν εἶδος ἔπλετο P. 9.108

    ἐπεὶ ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.31

    ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο. ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον

    ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23

    ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν. ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν N. 6.46

    διὰ τὸν ἁδυεπῆ Ὅμηρον. ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι N. 7.22

    (by entertaining the Dioskouroi they have become great athletes)

    ἐπεὶ εὐρυχόρου ταμίαι Σπάρτας ἀγώνων μοῖραν διέποντι N. 10.51

    πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον. ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα N. 10.57

    χορεύων τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ. ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Καδμοῦ στρατῷ ἐξ ἀέθλων I. 1.10

    μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις. ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45

    ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες, ἐπεὶ θεσφάτων ἐπάκουσαν I. 8.31

    Δωρίων ἔλαχεν σελίνων. ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε I. 8.64

    ἔσχον Δᾶλον, ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν Pae. 5.40

    ἐπεὶ αυ[ Πα. 7B. 13. πατρῶἰ ἐπεί[ Θρ. 4. 12. following impv.: “κράτει δὲ πέλασον. ἐπεὶ τρεῖς τε καὶ δέκ' ἄνδρας ὀλέσαιςO. 1.79

    δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν. ἐπεὶ ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ O. 7.90

    ἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον. ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία O. 9.37

    κλῦτ, ἐπεὶ εὔχομαι O. 14.5

    μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν μηδὲ τούσδ ὕμνους. ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.45

    Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον, ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν I. 8.67

    following a wish:

    θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς. ἐπεί νιν αἰνέω O. 4.14

    ἐν τίν κ' ἐθέλοι εὐτυχῶς ναίειν. ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.93

    introducing parenthesis:

    ἐπεὶ πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἔπακτον στυγερώτατος O. 10.88

    introducing example: τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος. ἐπεὶ Γηρυόνα βόας ἔλασεν fr. 169. 6. introducing question: ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.98 ἐπεὶ ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν; O. 9.29 ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον; P. 7.5
    c fragg. ]

    διὰ θυρᾶν ἐπειδ[ Pae. 20.7

    ]ἐπεὶ πάντα[ ?fr. 334a. 11.

    Lexicon to Pindar > ἐπεί

  • 4 λαιψηρός

    1 swift

    Ἀλεξίδαμος, ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον P. 9.121

    λαιψηροῖς δὲ πόδεσσιν ἄφαρ ἐξικέσθαν N. 10.63

    met., λαιψηροὶ πόλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι quick-moving. O. 12.4

    Lexicon to Pindar > λαιψηρός

  • 5 φεύγω

    φεύγω (φεύγομεν, -οντι; -ων; -ειν: impf. φεῦγε: aor. φᾰγε, -ον; -οι; -ών, -όντα, -όντες; -εῖν: pf. πεφευγότες.)
    1 escape, avoid
    a c. acc.

    τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνὴρ O. 6.6

    γνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.90

    ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν P. 2.53

    κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον (byz.: φεῦγον codd.) P. 5.58

    τρὶς δὴ πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών P. 9.92

    πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ οἰκέοισι φυγόντες ὑπέρδικον Νέμεσιν P. 10.43

    ἐπεὶ σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς ὠδῖνα φεύγων διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν N. 1.36

    φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα (sc. Ἄδραστος) N. 9.13 θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενονN. 10.83 ]

    φγον ἄνδρα Pae. 12.22

    δει]ματι σχόμεναι φύγον Pae. 20.17

    ]α φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας Δ. 1. 1. βαρυβόαν πορθμὸν πεφευγότες Ἀχέροντος (sc. οἱ θεοί) fr. 143. 3.
    b abs., flee

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    c c. acc. cogn. ἔνθ' Ἀλεξίδαμος, ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον, παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν (i. e. he outstripped his competitors) P. 9.121
    d fragg. τὸ δὲ φυγεῖν Δ... ]οι φύγον ον[ fr. 140a. 53 (27). ] ν φευγο[ fr. 215b, col. 2. 18.

    Lexicon to Pindar > φεύγω

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»